Ομάδα αντιπληροφόρησης σχετικά με τα κινήματα και τις αντιστάσεις στον κόσμο. Ιστολόγιο υπό διαρκή κατασκευή.

1 Αυγ 2010

ΗΠΑ: Εξοντωτική ποινή σε 70χρονη δικηγόρο, υπερασπίστρια πολιτικών ελευθεριών


Στις 15 Ιουλίου, ο ομοσπονδιακός δικαστής John G. Koeltl καταδίκασε εκ νέου την δικηγόρο, υπερασπίστρια πολιτικών ελευθεριών Lynne Stewart σε 10 χρόνια φυλάκιση με στημένες κατηγορίες υποστήριξης της «τρομοκρατίας». Οι κατηγορίες αφορούν την εκπροσώπηση ενός πελάτη σε υπόθεση σχετιζόμενη με την «τρομοκρατία» που χρονολογείται πίσω στο 1995. Η Στιούαρτ, 70 ετών πλέον, διώχθηκε το 2002, καταδικάστηκε το 2005 έπειτα από μια επτάμηνη δίκη και της επιβλήθηκε αρχικά το 2006, από τον ίδιο δικαστή, μια ποινή 28 μηνών φυλάκισης. Η τότε δήλωση του δικαστή Koeltl κατά την έκδοση της απόφασης θεωρήθηκε μερικώς επιτιμητική για την κυβέρνηση που είχε ζητήσει κάθειρξη 30 ετών.
Το μόνο της έγκλημα ήταν η παραβίαση διοικητικών κατηγοριών που της απαγόρευαν την επικοινωνία μεταξύ του πελάτη της, Σεΐχη Ομάρ Αμπντούλ Ραχμάν και του έξω κόσμου, ένα λάθος που παλαιότερα δεν θα είχε οδηγήσει σε τίποτα παραπάνω από μια επίπληξη, το πολύ. Η Στιούαρτ, που αργότερα ομολόγησε, είχε κατά τη διάρκεια της έφεσης του Ραχμάν μεταδώσει ανοικτά στα ΜΜΕ μια δήλωση του πελάτη της, ο οποίος είχε καταδικαστεί για ανατρεπτική συνωμοσία το 1995.
Τον Νοέμβριο του 2009, ένα συμβούλιο τριών δικαστών του Εφετείου, υποστήριξε την καταδίκη της Στιούαρτ, αλλά πήγε και πιο πέρα, ανατρέποντας την αρχική ποινή και διατάζοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο να την επανεξετάσει. Η απόφαση ισοδυναμούσε με διαταγή για μεγαλύτερη ποινή. Την ίδια ώρα οι δικαστές ανέστειλαν την υφ’ όρων απόλυση με εγγύηση της Στιούαρτ και την κάλεσαν να παρουσιαστεί στη φυλακή. Αυτές οι άνευ προηγουμένου ενέργειες έδειχναν θυμό στα υψηλότερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού και μια αποφασιστικότητα να τιμωρήσουν παραδειγματικά την κατηγορούμενη.
Ο δικαστής Koeltl έλαβε το μήνυμα. Μιλώντας στην αίθουσα του δικαστηρίου για περίπου 45 λεπτά, πάνω στα γεγονότα της υπόθεσης, επανέλαβε τα εγκώμιά του για την δουλειά της Στιούαρτ να υπερασπίζεται τους φτωχούς και τους μη δημοφιλείς για πολλές δεκαετίες και αναγνώρισε ότι έχει λάβει πάνω από 400 επιστολές υποστήριξής της. Αλλά αποφάσισε ότι εκείνη είχε ψευδορκήσει και «δεν είχε επιδείξει μεταμέλεια», κάτι που σήμαινε ότι «η αρχική ποινή δεν ήταν αρκετή».
Μια από τις επιστολές που στάλθηκε στον δικαστή, ήταν από την Εταιρία Αμερικανών Καθηγητών Νομικής, με μέλη σε περισσότερες από 170 νομικές σχολές σε όλη τη χώρα. Επεσήμαινε αυτό που ήταν ήδη γνωστό στο δικαστήριο ότι η Στιούαρτ «δεν προσυπέγραφε τα πιστεύω του πελάτη της, δεν υπερασπιζόταν την τρομοκρατία και δεν είχε αναμιχθεί σε καμία ενέργεια που να έχει βίαια αποτελέσματα». Και συνέχιζε: «Η κα Στιούαρτ αφιέρωσε τη ζωή της στο να επιτυγχάνει την απονομή δικαιοσύνης για πελάτες που συχνά χαρακτηρίζονταν «ανεπιθύμητοι» εξαιτίας της φυλής, του κοινωνικοοικονομικού τους επιπέδου ή των πολιτικών τους πιστεύω. Ως καθηγητές νομικής ξέρουμε πάρα πολύ καλά ότι η νομιμότητα του ποινικού μας συστήματος εδράζεται στην διαθεσιμότητα δικηγόρων να υπερασπιστούν μη δημοφιλείς πελάτες. Ανησυχούμε ότι τόσο η δίωξη της κας Στιούαρτ όσο και η μεγάλη ποινή που η κυβέρνηση έχει ζητήσει, σε αυτήν την περίπτωση έχει ήδη μια αρνητική επίδραση σε δικηγόρους που αλλιώς θα ήταν πρόθυμοι να υπερασπιστούν αυτούς που κατηγορούνται για υποθέσεις σχετιζόμενες με την τρομοκρατία».
Είναι πιο ξεκάθαρο από ποτέ ότι αυτός ήταν ακριβώς ο σκοπός της κυβέρνησης όταν δίωξε την Στιούαρτ. Η δίωξή της για σχεδόν μια δεκαετία, είναι άμεσα συνδεδεμένη από την αρχή με τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», που εξαπέλυσε η κυβέρνηση αμέσως μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Η δίωξη της Στιούαρτ ανακοινώθηκε με πολλές φανφάρες σε συνέντευξη τύπου του τότε Γενικού Εισαγγελέα Άσκροφτ. Η κυβέρνηση ξόδεψε εκατομμύρια δολάρια στην επτάμηνη δίκη που κατέληξε σε καταδίκη έπειτα από 13 μέρες σύσκεψης των ενόρκων και εν μέσω ενδείξεων ότι ένας ή περισσότεροι ένορκοι είχαν δεχθεί εξαντλητικές πιέσεις για να αποδεχθούν μια απόφαση στην οποία αντιτίθεντο.
Σκοπός αυτής της υπόθεσης είναι να υποστηρίξει την δικομματική εκστρατεία για τη χρησιμοποίηση του φόβου της τρομοκρατίας στην επίθεση εναντίον πολιτικών ελευθεριών και νομικών προστασιών που έχουν κατοχυρωθεί από καιρό, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του δικαιώματος στην υπεράσπιση. Η Λυν Στιούαρτ έγινε θύμα αυτής της εκστρατείας επειδή η μακρά ιστορίας της πολιτικής ριζοσπαστικότητας και δημόσιας έκφρασης την έκανε αντικείμενο μίσους στους επίσημους κύκλους και στα μάτια των αρχών ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη σε επίθεση.
Ο σύζυγος της Στιούαρτ, Ralph Poynter, επεσήμανε πρόσφατα στο site lynnestewart.org ότι κάποιοι από τους δικηγόρους που εργάζονται αφιλοκερδώς για κρατούμενους στο Γκουαντανάμο έχουν κατηγορηθεί για παραβιάσεις παρόμοιες με αυτές για τις οποίες δικάστηκε η Στιούαρτ. Ενώ κάνει ξεκάθαρο ότι υποστηρίζει πλήρως το ζήλο με τον οποίο υπερασπίζονται τους πελάτες τους στο Γκουαντανάμο, ο Poynter επισημαίνει ότι επειδή εργάζονται σε κάποιες από τις πιο ισχυρές εταιρίες της χώρας, δεν έχουν αντιμετωπίσει διώξεις, παρά τις επιθέσεις από την Wall Street Journal και άλλους.
Η Στιούαρτ λέει ότι θα συνεχίσει να αγωνίζεται. Είχε διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού πριν από πέντε χρόνια, αλλά τώρα λέγεται ότι είναι υγιής. Παρόλα αυτά έχει κλείσει πλέον τα 70. Έξω από την αίθουσα του δικαστηρίου ο σύζυγός της περιέγραψε την καταδίκη ως «θανατική ποινή». Σύμφωνα με την κόρη της, η Στιούαρτ «σπάνια βγαίνει έξω… Το χειρότερο είναι η στέρηση των φίλων και της οικογένειάς της και οι αυθαιρεσίες τις οποίες υφίσταται. Για παράδειγμα την πηγαίνουν για εξετάσεις στο νοσοκομείο την μοναδική ημέρα της εβδομάδας που μπορεί να δεχτεί οικογενειακές επισκέψεις. Έχει συμβεί δυο τρεις φορές. Τα χέρια και τα πόδια της αλυσοδένονται καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταγωγής και παραμονής στο νοσοκομείο».
Η βάναυση βεντέτα εναντίον της Λυν Στιούαρτ ξεκίνησε επί κυβερνήσεως Μπους και συνεχίζεται επί Ομπάμα.

Βασισμένο σε άρθρο του Peter Daniels στο wsws.org