Ομάδα αντιπληροφόρησης σχετικά με τα κινήματα και τις αντιστάσεις στον κόσμο. Ιστολόγιο υπό διαρκή κατασκευή.

25 Ιουλ 2010

Βία στον νότο της Ταϊλάνδης

Του Carlos Sardiña

Πριν από δυο βδομάδες σκοτώθηκαν 8 στρατιώτες του ταϊλανδικού στρατού σε δυο ενέδρες με βόμβες σε δρόμους στον νότο της Ταϊλάνδης. Η πρώτη επίθεση, κατά την οποία σκοτώθηκαν 8 στρατιώτες, έλαβε χώρα την Πέμπτη 1 Ιουλίου στην επαρχία Narathiwat και η δεύτερη την επόμενη μέρα στην επαρχία Yala. Καμιά ομάδα δεν διεκδίκησε την ευθύνη για τις επιθέσεις όπως συνηθίζεται από το 2004 που ξεκίνησε το σύγχρονο αποσχιστικό αντάρτικο των επαρχιών του νότου.
Μετά το υποτιθέμενο τέλος της πολιτικής κρίσης του περασμένου Μαΐου, ξανάνθισε η άλλη μεγάλη κρίση της Ταϊλάνδης, αυτή μιας ένοπλης σύγκρουσης που είναι ελάχιστα γνωστή μακριά από τα σύνορά της, αλλά που εδώ και έξι χρόνια έχει θέσει τον νότο της χώρας σε έναν φαύλο κύκλο βίας που έχει ήδη στοιχήσει τη ζωή σε περισσότερα από τέσσερις χιλιάδες άτομα.
Οι τέσσερις επαρχίες στις οποίες λαμβάνει χώρα η σύγκρουση (Pattani, Narathiwat, Yala και σε μικρότερο βαθμό η Songkla) με έναν πληθυσμό γύρω στα δύο εκατομμύρια κατοίκους, είναι οι μόνες της χώρας με μουσουλμανική πλειονότητα. Επιπλέον οι κάτοικοί τους είναι της εθνότητας μαλάγια και μιλούν μια διάλεκτο μαλάγια που ονομάζεται γιάουι. Η επικράτεια αυτών των τεσσάρων επαρχιών αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό στο Πατάνι (Patani, γράφεται με ένα t και δεν θα πρέπει να μπερδεύεται με την επαρχία Pattani), ένα σουλτανάτο μαλάγια που κατά τη διάρκεια αιώνων διατήρησε την ανεξαρτησία (αν και υπό το κόστος του να πληρώνει φόρο στον βασιλιά του Σιάμ) μέχρι που το Κράτος του Σιάμ το προσάρτησε οριστικά το 1902. Η προσάρτηση θα οριστικοποιούνταν το 1909 όταν το Σιάμ και το Ηνωμένο Βασίλειο υπέγραψαν μια συμφωνία που απέδιδε το σουλτανάτο στην Ταϊλάνδη καθώς και άλλα τρία που ήλεγχε μέχρι τότε στην Βρετανική Μαλαισία, χαράζοντας τα σύνορα που διατηρούνται μέχρι τις μέρες μας.
Οι σχέσεις ανάμεσα στην ταϊλανδική κυβέρνηση, ιδιαιτέρως συγκεντρωτική, και τον μουσουλμανικό πληθυσμό του νότου υπήρξαν συγκρουσιακές από τη στιγμή της προσάρτησης, εξαιτίας των διαφόρων πολιτικών πολιτισμικής ενσωμάτωσης δια της βίας (ιδιαίτερα στο πεδίο της εκπαίδευσης και της γλώσσας) και πολιτικής επικυριαρχίας στην περιοχή, που επιβάλλονταν από την Μπανγκόκ. Αυτές οι πολιτικές, μαζί με την βία των δυνάμεων ασφαλείας και την διαφθορά των υπαλλήλων του κράτους που δούλευαν στην περιοχή, προκάλεσαν μια μεγάλη οργή σε μεγάλο μέρος του τοπικού μουσουλμανικού πληθυσμού που θα αποκρυσταλλωνόταν σε ένα αποσχιστικό κίνημα που θα επιβίωνε μέχρι τις μέρες μας. Από τη δεκαετία του πενήντα άρχισαν να σχηματίζονται διάφορες αποσχιστικές οργανώσεις διαφορετικού χαρακτήρα και μερικές από αυτές πήραν τα όπλα κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών δεκαετιών. Η πιο σημαντική πιθανόν θα ήταν η Οργάνωση για την Απελευθέρωση του Ενωμένου Πατάνι, της οποίας οι ηγέτες βρίσκονται εξόριστοι στην Σουηδία.
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, η κυβέρνηση του στρατηγού Πρεμ Τινσουλανόντα, αποφάσισε να αναθεωρήσει την στρατηγική στο νότο. Έφτασε σε συμφωνία με την κυβέρνηση της Μαλαισίας για να συνεργαστεί στις διώξεις των ανταρτών, προσέφερε αμνηστία σε όσους θα αποφάσιζαν να καταθέσουν τα όπλα, δημιούργησε το Διοικητικό Κέντρο για τις Επαρχίες του Νότου, που παραχωρούσε περισσότερες εξουσίες στον τοπικό πληθυσμό, συμπεριλαμβάνοντας μουσουλμάνους ηγέτες της περιοχής, και έθετε στην πράξη κάποια προγράμματα ανάπτυξης για να βελτιωθεί οικονομικά μια από τις πιο φτωχές περιοχές της χώρας. Αν και η κεντρική κυβέρνηση δεν σχεδίαζε να λάβει υπόψη της τις διεκδικήσεις για περισσότερη αυτονομία του πληθυσμού, η νέα της στρατηγική είχε κάποια επιτυχία και κατά το έτος 2000 το αντάρτικο πρακτικά είχε εξαφανιστεί.

Το νέο αντάρτικο

Το 2001 κέρδισε τις εκλογές ο αμφιλεγόμενος Thaksin Shinawatra. Ο νέος πρωθυπουργός εισήγαγε ριζοσπαστικές αλλαγές στον νότο. Ο Shinawatra διέλυσε το Διοικητικό Κέντρο για τις Επαρχίες του Νότου και επιπλέον έθεσε σε δεύτερο πλάνο τον στρατό και τον αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό από την αστυνομία στην οποία ανέθεσε την ασφάλεια και την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου που πάντα ευδοκιμούσε σε εκείνη την συνοριακή περιοχή. Το 2003 ο Thaksin εξαπέλυσε έναν βίαιο πόλεμο ενάντια στα ναρκωτικά που είχε ως αποτέλεσμα σχεδόν τρεις χιλιάδες δολοφονίες σε τρεις μήνες και υπήρξε ιδιαίτερα δριμύς στις επαρχίες του νότου. Πιθανώς αυτοί είναι οι κύριοι παράγοντες που εξηγούν την επανεμφάνιση του αντάρτικου την επόμενη χρονιά.
Τον Ιανουάριο του 2004 μια ομάδα τριάντα ένοπλων ανδρών επιτέθηκαν σε ένα οπλοστάσιο του στρατού στο Narathiwat ενώ άλλες ομάδες πυρπολούσαν δεκαοκτώ σχολεία της περιοχής. Οι επιτιθέμενοι σκότωσαν τέσσερις στρατιώτες και έκλεψαν εκατό επιθετικά τυφέκια. Από τότε, οι αντάρτες έσπειραν τον τρόμο στην περιοχή, εξαπολύοντας επιθέσεις εναντίον του στρατού και της αστυνομίας, αλλά πάνω απ’ όλα πραγματοποιώντας πολυάριθμες επιθέσεις αδιακρίτως εναντίον του άμαχου πληθυσμού, όπου θύματα ήταν τόσο βουδιστές όσο και μουσουλμάνοι.
Το μεγαλύτερο αίνιγμα στην διένεξη στον νότο της Ταϊλάνδης είναι η ίδια η ταυτότητα των ανταρτών. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, καμιά ομάδα δεν διεκδικεί τις επιθέσεις, δεν βγάζει ανακοινωθέντα ή δεν απευθύνει κανένα αίτημα στην κυβέρνηση. Ωστόσο, παρότι κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει στα σίγουρα ποιος είναι πίσω από την βία, δεν υπάρχουν πολλές αμφιβολίες για το ποιος δεν είναι: αν και μερικοί «ειδικοί στην τρομοκρατία» έχουν προσπαθήσει να την συνδέσουν με τη διεθνή «τζιχαντιστική» τρομοκρατία και με ομάδες όπως η ινδονήσια Τζαμάα Ισλαμίγια ή ακόμα και η Αλ Κάιντα, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει αυτήν την υποτιθέμενη σύνδεση και στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα αντάρτικό εντελώς τοπικό, που ποτέ δεν έδρασε μακριά από την Ταϊλάνδη και που σπανίως έχει κάνει επιθέσεις μακριά από το Πατάνι.
Η ταϊλανδική κυβέρνηση συνηθίζει να αποδίδει την αποσχιστική βία σε μια ομάδα που ονομάζεται Συντονισμένο Επαναστατικό Εθνικό Μέτωπο (Barisan Revolusi Nasional-Coordinate, BRN-C), μια οργάνωση που δημιουργήθηκε αρχικά στη δεκαετία του ’60 και διαιρέθηκε σε πυρήνες λίγο πολύ ανεξάρτητους που υποτίθεται ότι στρατολογεί τα μέλη της σε ισλαμικά σχολεία. Ο Duncan McCargo, ειδικός στην Ταϊλάνδη, στο Πανεπιστήμιο του Ληντς και συγγραφέας του Tearing Apart the Land (ίσως του πιο πλήρους βιβλίου επί του θέματος, καρπός ενός χρόνου ερευνών στην περιοχή), υποστηρίζει ότι σίγουρα δεν υπάρχει καμιά οργάνωση πίσω από μεγάλο μέρος του αντάρτικου και ότι η πλειονότητα των αντάρτικων πυρήνων δρουν με αυθόρμητο και ανεξάρτητο τρόπο και κατά περίπτωση ενώνονται διάφορες για να εξαπολύσουν συντονισμένες επιθέσεις.

Η απάντηση της ταϊλανδικής κυβέρνησης

Από τις κυβερνήσεις που εναλλάχτηκαν στην Μπανγκόκ τα τελευταία χρόνια, κάποιες χρησιμοποίησαν μια ρητορική πιο συμφιλιωτική από άλλες, αλλά καμία δεν έδωσε πραγματικά προσοχή στις πολιτικές διεκδικήσεις του πληθυσμού. Πέρα από τη ρητορική, όλοι αυτοί διατήρησαν την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις επαρχίες Pattani, Yala και Narathiwat που τέθηκε σε ισχύ το 2005 και αντιμετώπισαν το βίαιο αντάρτικο με μια βία τόσο τυφλή όσο και αυτή την οποίαν πολεμούν, κάτι που δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να επιτείνει την διένεξη.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι η ανάπτυξη παραστρατιωτικών ομάδων, οργανωμένων και χρηματοδοτούμενων από την κεντρική κυβέρνηση και τον βασιλικό οίκο για να υπερασπιστούν τον πληθυσμό από τους αντάρτες. Η ιδέα ήταν να δημιουργηθούν σώματα που να έχουν μια καλή γνώση της περιοχής, αλλά μόνο ένα 30% είναι μέλη των μουσουλμάνων μαλάγια και η εκπαίδευση στην οποία πρέπει να υποβληθούν είναι αρκετά ανεπαρκής (σε μερικές οργανώσεις διαρκεί μόνο τρεις ημέρες). Υπολογίζεται ότι σήμερα υπάρχουν κάπου 30.000 παραστρατιωτικοί στην περιοχή. Εισάγοντας περισσότερα όπλα στην περιοχή και θέτοντάς τα στα χέρια πολιτών χωρίς στρατιωτική εκπαίδευση, η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να ρίξει λάδι στην φωτιά.
Στις 8 Ιουνίου του περασμένου χρόνου 6 ένοπλοι άνδρες περικύκλωσαν το τζαμί του al-Furqan, στο Narathiwat κατά τη διάρκεια της προσευχής και άνοιξαν πυρ σκοτώνοντας 10 άτομα και τραυματίζοντας έντεκα. Παρόλο που οι αρχές κατηγόρησαν αρχικά ομάδες μουσουλμάνων ανταρτών, όλες οι ενδείξεις παραπέμπουν στην στο ότι οι υπεύθυνοι συνδέονταν με παραστρατιωτικούς και το μοναδικό άτομο που έχει συλληφθεί για το γεγονός μέχρι τώρα είναι ο Sutthirak Kongsuwan, ένας βουδιστής πρώην παραστρατιωτικός.
Εννοείται ότι ούτε οι αντάρτες ούτε οι παραστρατιωτικοί έχουν το μονοπώλιο της βίας στην περιοχή. Οι κρατικές δυνάμεις ασφαλείας είναι υπεύθυνες για πολυάριθμες εξαφανίσεις, για συστηματικά βασανιστήρια σε κρατούμενους και δρουν με βαναυσότητα την οποία επιτρέπει μόνο η απόλυτη ατιμωρησία. Αυτές είναι που έχουν διαπράξει τα δύο χειρότερα φονικά από την έναρξη του τωρινού αντάρτικου πριν από έξι χρόνια: αυτή του τζαμιού του Krue Se και αυτή του Tak Bai.
Στις 28 Απριλίου 2004, ο ταϊλανδικός στρατός επιτέθηκε στο τζαμί του Krue Se, το πιο αρχαίο της Ταϊλάνδης, στην επαρχία Pattani, όπου είχαν βρει καταφύγιο 32 φερόμενοι ως αντάρτες που είχαν συμμετάσχει σε μια σειρά συντονισμένων επιθέσεων εναντίον αστυνομικών τμημάτων και σημείων ελέγχου σε όλη την περιοχή. Η επίθεση έγινε αφότου ο στρατός κράτησε περικυκλωμένο το τζαμί για ώρες και σκοτώθηκαν όλοι οι άντρες που βρίσκονταν εντός του. Κατόπιν αποκαλύφθηκε ότι δεν ήταν όλοι οι νεκροί αντάρτες και ότι εκείνοι είχαν πολύ λίγα όπλα για να αμυνθούν.
Στις 25 Οκτωβρίου εκείνου του ίδιου έτους, περισσότερα από χίλια άτομα συγκεντρώθηκαν μπροστά στο αστυνομικό τμήμα της τοποθεσίας Tak Bai στο Narathiwat, για να διαμαρτυρηθούν για την σύλληψη έξι αντρών. Για να καταπνίξει τη διαμαρτυρία ο στρατός χρησιμοποίησε πραγματικά πυρά και σκότωσε επτά διαδηλωτές. Κατόπιν έκλεισε εκατοντάδες από αυτούς σε καμιόνια για να τους μεταφέρει σε στρατιωτικά κέντρα κράτησης. 78 από αυτούς πέθαναν από ασφυξία στα καμιόνια. Ο πρωθυπουργός Thaksin Shinawatra επέρριψε την ευθύνη για τους θανάτους στη νηστεία του ραμαζανιού, που κατά την άποψή του είχε αποδυναμώσει τους κρατουμένους.
Αυτά τα δυο φονικά είναι τα πιο αντιπροσωπευτικά γεγονότα της βιαιότητας της κυβέρνησης του Thaksin Shinawatra στο νότο και ίσως αυτά που περισσότερο έχουν συμβάλει στο να τροφοδοτήσουν το αντάρτικό. Παρότι ορίστηκε σχεδόν αμέσως μια επιτροπή για να διερευνήσει και τα δύο συμβάντα, κανείς από τους υπεύθυνους δεν δικάστηκε ποτέ.
Μια από τις κύριες υποσχέσεις της κυβέρνησης που εγκαθιδρύθηκε μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2006 που ανέτρεψε τον Thaksin ήταν να αλλάξει τη στρατηγική στον νότο. Ο πρωθυπουργός που ορίστηκε από τη χούντα, ο Surayud Chulanont, ταξίδεψε πολλές φορές στο νότο για να ζητήσει συγνώμη για τα εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί κατά την εποχή του Thaksin, επανεγκαθίδρυσε το Διοικητικό Κέντρο για τις Επαρχίες του Νότου, υποσχέθηκε ότι η δικαιοσύνη θα λειτουργούσε αμερόληπτα σε περιπτώσεις όπως των Krue Se και Tak Bai (το οποίο μεταφράστηκε απλώς σε μια απόσυρση των κατηγοριών που βάρυναν τους διαδηλωτές στο τελευταίο συμβάν) και διακήρυξε ακόμα ότι είχε συνομιλίες με κάποιους «ηγέτες» του αντάρτικου.
Όλες αυτές οι υποσχέσεις παρέμειναν κενό γράμμα, όπως και αυτές του τωρινού πρωθυπουργού Abhisit Vejjajiva, που μόλις ανέλαβε καθήκοντα τον περασμένο χρόνο διαβεβαίωσε ότι η αλλαγή της κυβέρνησης σήμαινε την έναρξη μιας νέας εποχής δικαιοσύνης στον νότο, που θα ενίσχυε τον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών και θα αναζητούσε μια πολιτική λύση στη διένεξη. Λίγα πράγματα άλλαξαν πραγματικά στο Patani. Μετά από μια μείωση της βίας μεταξύ των ετών 2006 και 2008, αυτή ξαναεντάθηκε το 2009. Η κυβέρνηση του Vejjajiva, που για πολλούς Ταϊλανδούς δεν είναι νόμιμη και της οποίας ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου είναι κάτι παραπάνω από αμφίβολος, δεν έκανε τίποτα για να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια επίλυση της διένεξης, κάτι που ποτέ δεν θα επιτευχθεί με τη δύναμη των όπλων.