Ομάδα αντιπληροφόρησης σχετικά με τα κινήματα και τις αντιστάσεις στον κόσμο. Ιστολόγιο υπό διαρκή κατασκευή.

4 Φεβ 2008

Η θεμελίωση μιας νέας συνταγματικής τάξης στο Ιράκ. Είναι δυνατή η άσκηση συντακτικής εξουσίας σε συνθήκες κατοχής;

Επιβάλλοντας την «Δημοκρατία».

Η εισβολή και κατοχή του Ιράκ συνοδεύτηκε εξ αρχής από μια προσπάθεια εισαγωγής θεσμών του κράτους δικαίου, έτσι ώστε το εγχείρημα της ανατροπής του Σαντάμ να εμφανιστεί ως απελευθέρωση του ιρακινού λαού και επιβολή της δημοκρατίας. Κομβικό σημείο στη διαδικασία εισαγωγής των θεσμών του κράτους δικαίου απετέλεσε η διαδικασία θέσπισης ενός νέου συντάγματος στο Ιράκ το οποίο άρχισε να ισχύει μετά από δημοψήφισμα στις 15 Οκτώβρη 2005. Το προηγούμενο σύνταγμα είχε θεσπιστεί το 1970 μετά την ανάληψη της εξουσίας από το Μπάαθ και είχε το χαρακτήρα προσωρινού συντάγματος. Ωστόσο ποτέ δεν εφαρμόστηκε ουσιαστικά ούτε και απετέλεσε πραγματικό όριο στην άσκηση εξουσίας από το κόμμα Μπάαθ και τις πολιτικές δομές του καθεστώτος.

Η διαδικασία θέσπισης του νέου συντάγματος περιλάμβανε μια μεταβατική περίοδο διοίκησης κατά την οποία η κυβερνητική εξουσία ήταν στα χέρια ενός οργάνου διορισμένου από τις δυνάμεις κατοχής (Κυβερνητικό Συμβούλιο) που λειτουργούσε σύμφωνα με τους κανόνες του «νόμου για τη διοίκηση του Ιράκ κατά τη μεταβατική περίοδο». Οι υποστηρικτές του σχεδίου μετάβασης του Ιράκ στη δημοκρατία δε δίστασαν να χαρακτηρίσουν το κείμενο του νόμου ως «προσωρινό σύνταγμα» ανατρέχοντας στα προηγούμενα της Ιαπωνίας και Γερμανίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο τα προσωρινά συντάγματα κατά τις περιόδους μετάβασης από ένα απολυταρχικό καθεστώς σε καθεστώς αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας παίζουν ένα συγκεκριμένο ρόλο και εμπεριέχουν ορισμένες ιδιότητες που καθιστούν τη διαδικασία μετάβασης υπό των έλεγχο αντιπροσωπευτικών πολιτικών σωμάτων.

Τι είναι ένα «προσωρινό σύνταγμα».

Τα «προσωρινά συντάγματα» αποσκοπούν να θέσουν υπό δημοκρατικό έλεγχο μια διαδικασία που από τη φύση της δεν είναι απόλυτα δημοκρατική. Πιο συγκεκριμένα οι διακηρύξεις των συνταγματικών κειμένων, με τις οποίες διατυπώνεται η βούληση για την εγκαθίδρυση μιας νέας συνταγματικής τάξης, θέτουν πάντα το ζήτημα του «υποκειμένου» που εκφράζεται και εν ονόματι ποίου ομιλεί. Αυτό συμβαίνει επειδή κάθε απόφαση μιας συνέλευσης συντακτικού χαρακτήρα εγείρει ερωτήματα που αφορούν στη νομιμοποίηση της απόφασης και της διαδικασίας που καταλήγει στη θέσπιση ενός νέου συντάγματος. Η διαφορά ανάμεσα στη νομιμοποίηση μιας ήδη συντεταγμένης εξουσίας και τη νομιμοποίηση της συντακτικής εξουσίας, συνίσταται στο ότι δεν υπάρχει κάποιο εξωτερικό ως προς τη συντακτική εξουσία σημείο αναφοράς με βάση το οποίο να κρίνουμε τη διαδικασία και την απόφαση. Εάν θεωρήσουμε ότι η νομιμοποίηση του εγχειρήματος θεμελιώνεται στην ύπαρξη του Λαού, θα πρέπει πρώτα να απαντήσουμε στο ερώτημα σχετικά με το θεμέλιο της εξουσίας του λαού να θέσει ένα νέο σύνταγμα, ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας η οποία δεν θεωρεί τη συντακτική εξουσία ένα απλό γεγονός [factum] που κρίνεται αποκλειστικά από την επιτυχία του. Εάν μετατοπίσουμε το θεμέλιο στο ίδιο το Σύνταγμα και θεωρήσουμε ότι το σύνταγμα μέσω του διακηρυκτικού χαρακτήρα κάποιων διατάξεων, μορφοποιεί το νέο πολιτικό υποκείμενο που ονομάζεται λαός, τότε δεν απαντούμε στο ερώτημα σχετικά με το θεμέλιο της εξουσίας του ίδιου του συντάγματος. Έχουμε ένα κύκλο από την περιφέρεια του οποίου δεν προκύπτει κανένα σημείο που να υπερβαίνει την αυτό-αναφορικότητα του φαινομένου της συντακτικής εξουσίας. Η απόφαση μιας συντακτικής συνέλευσης δημιουργεί μια νέα «κατάσταση» που θεμελιώνεται στην απόφαση καθεαυτή χωρίς αναγωγή σε μια διαδικασία που είναι προγενέστερη ή εξωτερική ως προς την απόφαση. Η στιγμή της απόφασης δεν θεμελιώνεται σε κανόνες που έχουν διατυπωθεί πριν από τη συγκρότηση της συντακτικής συνέλευσης. Η συνέλευση καθορίζει τους διαδικαστικούς κανόνες λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό της καθώς και το περιεχόμενο των κανόνων του νέου συντάγματος, αλλά και της διαδικασίας με την οποία αυτό τίθεται σε ισχύ. Τη στιγμή της απόφασης το συντακτικό υποκείμενο δεν δεσμεύεται από την προηγούμενη «κατάσταση».

Ένα «προσωρινό σύνταγμα» λοιπόν αποσκοπεί να θέσει τους διαδικαστικούς και ουσιαστικούς εκείνους κανόνες που δεν θα επιτρέψουν κατά τη μεταβατική περίοδο στους εκπροσώπους του παλαιού καθεστώτος να εκμεταλλευτούν τη δεσπόζουσα θέση τους έτσι ώστε να κυριαρχήσουν και στη διαδικασία θέσπισης του νέου συντάγματος διαιωνίζοντας την πολιτική κυριαρχία τους στο καθεστώς που θα προκύψει. Για παράδειγμα στη Νότιο Αφρική κατά την περίοδο μετάβασης από το Απαρχάιντ στο νέο πολιτικό καθεστώς, το προσωρινό σύνταγμα που ίσχυσε μέχρι τη σύνταξη του οριστικού περιείχε 34 βασικές αρχές που δέσμευαν όλα τα πολιτικά κόμματα και κινήματα που έλαβαν μέρος στη διαδικασία και το τελικό κείμενο του οριστικού συντάγματος τέθηκε σε δημοψήφισμα και επικυρώθηκε από μια δημοκρατικά εκλεγμένη βουλή με πλειοψηφία 2/3. Φυσικά, το περιεχόμενο ενός «προσωρινού συντάγματος» και η θέση του σε ισχύ οφείλεται σε συμφωνίες μεταξύ όσων έχουν προεπιλεγεί να συμμετέχουν στις συνομιλίες που αφορούν τη μετάβαση της πολιτικής εξουσίας, προεπιλογή που δεν έχει πάντα τα χαρακτηριστικά της εκλογής αλλά περιλαμβάνει και την απευθείας τοποθέτηση από τις κομματικές ή κινηματικές ελίτ που έχουν αναδειχθεί τα προηγούμενα χρόνια. Στόχος πάντως ενός προσωρινού συντάγματος είναι να μετατρέψει τη νομιμοποίηση των ελίτ που συμμετέχουν στο πρώτο στάδιο της διαδικασίας και βασίζεται στην «αυθεντία» που έχουν κατακτήσει σε συμβολικό επίπεδο λόγω της θέσης ή αντί-θεσης απέναντι στο προηγούμενο καθεστώς, με τη νομιμοποίηση που βασίζεται στη συμμετοχή όλων των πολιτών.

«Ουδέν μονιμότερο του προσωρινού…».

Στο Ιράκ εξαρχής η διαδικασία δεν είχε αυτά τα χαρακτηριστικά. Το Κυβερνητικό Συμβούλιο και η επιτροπή που συνέταξε το «προσωρινό» και οριστικό σύνταγμα τοποθετήθηκαν από τις αρχές κατοχής με δικαίωμα veto ως προς το περιεχόμενο τους. Οι δυνάμεις κατοχής είχαν τον καθοριστικό ρόλο στην επιλογή των προσώπων που στελέχωσαν αυτά τα όργανα. Μάλιστα ο Πωλ Μπρέμερ –πολιτικός διοικητής του Ιράκ- άσκησε veto όταν οι συντάκτες του συντάγματος πρότειναν μια διατύπωση σχετικά με την ισχύ του ισλαμικού δικαίου στο νέο «Ιράκ» με την οποία δεν συμφωνούσε. Επιπλέον και η διαδικασία καθορίστηκε από τα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια που έθεσαν οι δυνάμεις κατοχής, οι οποίες απείλησαν ότι θα καθυστερήσουν τη μετάβαση της εξουσίας σε μια εκλεγμένη κυβέρνηση εάν τα μέλη της επιτροπής δεν αποφάσιζαν εντός των ορίων που τους είχαν θέσει. Απειλή που τέθηκε όταν οι Σιίτες που συμμετείχαν στην επιτροπή ζήτησαν να υπάρξει δημόσια διαβούλευση σχετικά με το περιεχόμενο του συντάγματος. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι η διαδικασία επιλογής των μελών αυτών των οργάνων άφησε απέξω τα κόμματα των αράβων εθνικιστών, τη ριζοσπαστική πτέρυγα των Σιιτών και κάποιους από τους Σουνίτες. Η σύνθεση δε αυτών των σωμάτων παρέμεινε σταθερή καθόλη τη διαδικασία μετάβασης χωρίς καμία ουσιαστική προσπάθεια διεύρυνσης. Ακόμη και η συμβολική νομιμοποίηση που απολαμβάνουν όσοι συμμετέχουν στα αρχικά στάδια σύνταξης ενός προσωρινού συντάγματος, στο Ιράκ εμφανίζεται εξαιρετικά ασθενής. Η προσπάθεια σύνταξης του νέου συντάγματος ήταν λοιπόν εξαρχής καθοδηγούμενη και οριοθετημένη, στερώντας από τη συντακτική διαδικασία όλα τα βασικά χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει για να θεωρηθεί μια δημοκρατική διαδικασία που αφορά τον Λαό του Ιράκ και όχι απλά τους συνεργάτες των Αρχών Κατοχής. Οι ουσιαστικοί και διαδικαστικοί κανόνες που περιείχε το προσωρινό σύνταγμα σε καμία περίπτωση δεν αμφισβήτησαν την πρωτοκαθεδρία των δυνάμεων κατοχής ως προς τη σύνταξη του οριστικού συντάγματος. Με τον τρόπο αυτό και η διαδικασία θέσπισης του νέου συντάγματος απετέλεσε αναπόφευκτα ένα εργαλείο επιβολής και όχι απελευθέρωσης παρά τις διακηρύξεις των εμπνευστών του.

Χρήστος Παπαστυλιανός.